- συνηγορῶν
- συνηγορέωplead in courtpres part act masc nom sg (attic epic doric)συνηγορέωplead in courtpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνηγόρων — συνήγορος speaking with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνηγόρων — συνηγόρων , συνήγορος speaking with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεράσπιση — η / ὑπεράσπισις, ίσεως, ΝΜ [ὑπερασπίζω] η ενέργεια τού υπερασπίζω, προστασία, υποστήριξη («υπεράσπιση τών συνόρων») νεοελλ. 1. συνηγορία στο δικαστήριο, παρουσίαση στοιχείων υπέρ τού κατηγορουμένου 2. ο συνήγορος ή το σύνολο τών συνηγόρων («τον… … Dictionary of Greek
Νυρεμβέργη — (Nurnberg). Πόλη (486.400 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας. Βρίσκεται στις όχθες του Πέγκνιτς, παραπόταμου του Μάιν στο κέντρο της μεγάλης λεκάνης της Μέσης Φραγκονίας που περικλείεται από τα υψώματα του Φρανκενχέε … Dictionary of Greek